- τετραονίδες
- (Tetraonidae). Οικογένεια ορνιθόμορφων πτηνών, από μέτριο έως μεγάλο μέγεθος. Χαρακτηριστικό των πουλιών αυτών είναι το φτέρωμα, που έχουν στους ταρσούς των ποδιών τους και η δερμική πτυχή ανάμεσα στα δάκτυλά τους, που αυξάνει την επιφάνεια στερέωσής τους στο έδαφος. Ζουν στο βόρειο ημισφαίριο σε ζώνες δασών και κωνοφόρων δέντρων. Γνωστότερα γένη είναι οι αγριόγαλοι, με τις θεαματικές γαμήλιες επιδείξεις τους, ο τετράων, ο λαγόπους κ.ά.
* * *οι, Νζωολ. οικογένεια ορνιθόμορφων πτηνών μέτριου ή μεγάλου μεγέθους η οποία χαρακτηρίζεται από την παρουσία πτερώματος στους ταρσούς τών ποδιών και δερμικής πτυχής μεταξύ τών δακτύλων που αυξάνει την επιφάνεια στερέωσης στο έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetraonidae < tetrao (βλ. λ. τετράο) + κατάλ. -idae (πρβλ. -ίδες)].
Dictionary of Greek. 2013.